- ἀνόμοια
- ἀνόμοιοςunlikeneut nom/voc/acc plἀνόμοιοςunlikeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνομοία — ἀνομοίᾱ , ἀνόμοιος unlike fem nom/voc/acc dual ἀνομοίᾱ , ἀνόμοιος unlike fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀνομοίᾱ , ἀνομοία fem nom/voc/acc dual ἀνομοίᾱ , ἀνομοία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομοίᾳ — ἀνομοίᾱͅ , ἀνόμοιος unlike fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνομοίᾱͅ , ἀνομοία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομοίας — ἀνομοίᾱς , ἀνόμοιος unlike fem acc pl ἀνομοίᾱς , ἀνόμοιος unlike fem gen sg (attic doric aeolic) ἀνομοίᾱς , ἀνομοία fem acc pl ἀνομοίᾱς , ἀνομοία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομοίαν — ἀνομοίᾱν , ἀνόμοιος unlike fem acc sg (attic doric aeolic) ἀνομοίᾱν , ἀνομοία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
SERPENS — callidissimum animal, inter bestias agri, Gen. c. 3. v. 1. hominique ante lapsum gratissimum, ob peculiarem hunc prudentiae characterem, quae non ratione, sed celerrimo spirituum ac membrorum, ad haec illaque obiecta, motu constabat; mox Satanae… … Hofmann J. Lexicon universale
αγχίνοια — Η ετοιμότητα του πνεύματος, η οξύτητα του νου, η ευφυΐα, η ευστροφία, η κρίση. Ετυμολογικά, η α. προέρχεται από τις λέξεις άγχι (= κοντά) και νοώ. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την έκφραση τη ση αγχινοία ως τιμητική προσφώνηση. Ως όρος της… … Dictionary of Greek
ανάκατος — η, ο 1. ανακατωμένος, ανάμικτος 2. αυτός που βρίσκεται σε αταξία, ανάστατος, αυτός που είναι άνω κάτω, ακατάστατος 3. αυτός που αποτελείται από ανόμοια πράγματα, συγκεχυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακάτος < *ἀνώκατος με συνεκφορά τών επιρρ. τής … Dictionary of Greek
ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… … Dictionary of Greek
ανομοιογενής — ές (Α ἀνομοιογενής) 1. αυτός που ανήκει σε διαφορετικό γένος 2. αυτός που αποτελείται από ανόμοια μέρη … Dictionary of Greek